- καταδαινυμαι
- καταδαίνυμαικατα-δαίνῠμαι(fut. καταδαίσομαι) поедать, пожирать
(μάζας Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μάζας Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταδαίνυμαι — (Α) καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δαίνυμαι «τρώγω»] … Dictionary of Greek
καταδαίνυται — καταδαίνυμαι devour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδαίσασθαι — καταδαίνυμαι devour aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδαίσηται — καταδαίνυμαι devour aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαισάμεθα — καταδαίνυμαι devour aor ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαίνυτο — καταδαίνυμαι devour imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαίσαντο — καταδαίνυμαι devour aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδαίσατο — καταδαίνυμαι devour aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)